- τριγένεια
- η, ΝΜΑ [τριγενής]νεοελλ.1. η σχέση που συνδέει τρία γένη, π.χ. τα τέκνα τού ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα τέκνα τού άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του2. (νομ.) η διά γάμου εμπλοκή τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας συγγένειααρχ.1. τρίτο γένος, τρίτη γενεά2. γραμμ. το να είναι κάτι τριγενές3. τρία είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν εἶναι ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.